χορτοφάγο

χορτοφάγο
herbivore

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • βοσκάρι — το [βόσκω] βόσκημα, χορτοφάγο ζώο …   Dictionary of Greek

  • βόσκημα — το (AM βόσκημα) [βόσκω] 1. ζώο που βόσκει, χορτοφάγο, εξημερωμένο ζώο νεοελλ. η βόσκηση αρχ. η νομή, η τροφή …   Dictionary of Greek

  • κουντού — Κοινή ονομασία δύο ειδών αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της οικογένειας bovidae. Το μεγάλο κ. είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία Tragelaphus strepsiceros· πρόκειται για τη μεγαλύτερη αντιλόπη. Έχει ύψος στο ακρώμιο 1 1,50 μ., μήκος περίπου… …   Dictionary of Greek

  • μαμούθ — Απολιθωμένο θηλαστικό της τάξης των προβοσκιδωτών, που έζησε κατά το πλειστόκαινο (2 εκατ. 9.000 χρόνια πριν), κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammuthus. Το μ. συγγενεύει με τους σύγχρονους ελέφαντες, και …   Dictionary of Greek

  • χορτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορτοφαγία ή στον χορτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”